- ἐνόρκιον
- ἐνόρκιοςoathmasc/fem acc sgἐνόρκιοςoathneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενόρκιος — ἐνόρκιος, ον (Α) [ένορκος] 1. ένορκος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνόρκιον όρκος … Dictionary of Greek